Παχαίνει το άγχος; Νεότερες εξελίξεις

Παχαίνει το άγχος; Νεότερες εξελίξεις

Σύμφωνα με νεότερες μελέτες που δημοσιεύτηκαν από την Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας (Παπακωνσταντίνου Αιμ., 2016) προκύπτει ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο έντονο στρες, την παχυσαρκία και τη διατροφή. Πολλά άτομα αυξάνουν τη διατροφική τους πρόσληψη, ακόμα και όταν δε νιώθουν το αίσθημα της πείνας, όταν βρίσκονται κάτω από συνθήκες έντονου στρες. Τροφές πλούσιες σε λίπος, όπως τα γλυκά, οι σοκολάτες, τα παγωτά, τα τσιπς κ.α. είναι οι πιο συχνές επιλογές. Η υπερκατανάλωση τέτοιων τροφών όμως μπορεί να οδηγήσει σε παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη, κατάθλιψη και ακόμα περισσότερο στρες.

Τι προκαλεί όμως αυτό το φαινόμενο;
Το μόνο που γνωρίζουμε όλοι μας είναι ότι η παχυσαρκία και το στρες αποτελούν μάστιγες της εποχής μας.

Υπάρχουν δυο είδη παχυσαρκίας, η κεντρική και η περιφερική. Η κεντρική παχυσαρκία χαρακτηρίζεται από αυξημένο ενδοκοιλιακό λίπος, ενώ η περιφερική από αυξημένο λίπος κυρίως στην περιοχή των γλουτών. Η σημαντική διαφορά αυτών των δυο ειδών έγκειται στην κατανομή του σωματικού λίπους. Το αυξημένο ενδοκοιλιακό λίπος είναι ένας σημαντικός- και ανεξάρτητος από την ολική παχυσαρκία- παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση υπερλιπιδαιμίας, υπέρτασης, καρδιαγγειακών νοσημάτων, εγκεφαλικού επεισοδίου και σακχαρώδους διαβήτη. Πρόσφατες μελέτες έχουν αναγνωρίσει έναν επιπρόσθετο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της παχυσαρκίας, κυρίως της κεντρικής, το στρες. Είναι γνωστό σε όλους ότι το έντονο στρες βλάπτει την υγεία.

Το στρες ορίζεται ως μια δυσάρεστη κατάσταση φόβου ή έντασης που προετοιμάζει τον οργανισμό για φυγή από οτιδήποτε τον «τρομάζει». Όταν ο εγκέφαλος αντιληφθεί την παρουσία του στρες στέλνει σήματα στα επινεφρίδια του σώματος, τα οποία απελευθερώνουν μια σειρά ορμονών του στρες, όπως η κορτιζόλη. Ενώ κατά τη διάρκεια ενός οξέος επεισοδίου στρες οι αυξημένες ορμόνες του στρες αλληλεπιδρούν με τους υποδοχείς του εγκεφάλου και σταματούν το σύστημα, στην περίπτωση του χρόνιου ή έντονου στρες, οι ορμόνες του στρες είναι διαρκώς αυξημένες και εκπέμπουν ακόμη περισσότερα σήματα προς τα επινεφρίδια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση ακόμη περισσότερων ορμονών του στρες. Η υπερδιέγερση του συστήματος καταλήγει σε ένα φαύλο κύκλο με όλες τις αρνητικές του συνέπειες.
Αποτελέσματα πολλών μελετών έχουν υποδείξει ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στο χρόνιο στρες, την παχυσαρκία και το ενδοκοιλιακό λίπος. Μάλιστα σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες, η κοιλιακή παχυσαρκία συσχετίζεται με έντονες ψυχολογικές καταστάσεις, όπως η κατάθλιψη και το άγχος, και με κοινωνικές δυσκολίες, όπως η ανεργία και το διαζύγιο. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η εκκρινόμενη -λόγω του στρες- κορτιζόλη τροφοδοτεί την εναπόθεση λίπους στην κοιλιά, αυξάνοντας το μέγεθος των λιποκυττάρων.
Ωστόσο, το παράδοξο είναι ότι κάτω από συνθήκες στρες, επειδή ο οργανισμός χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τις ενεργειακές του αποθήκες, θα έπρεπε να παρατηρείται απώλεια βάρους. Εντούτοις, αυτό δεν προκύπτει. Σειρά από πρόσφατες μελέτες υπέδειξαν ότι τα άτομα που είναι πιο ευάλωτα στο στρες έχουν μια μεγαλύτερη έκθεση στην κορτιζόλη. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι τα παχύσαρκα άτομα είναι περισσότερο ευάλωτα στο χρόνιο στρες, συγκριτικά με τα άτομα φυσιολογικού βάρους.

Το έτος 2000 οι Epel και συνεργάτες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια των ΗΠΑ, υπέδειξαν ότι το αυξημένο στρες μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη αποθήκευση ενδοκοιλιακού λίπους τόσο σε παχύσαρκες όσο και σε λεπτές γυναίκες.
Επιπλέον, μια σειρά πρόσφατων μελετών από την ερευνητική ομάδα της Ruth Harris από το Πανεπιστήμιο της Γεωργίας των ΗΠΑ, κατέδειξε ότι υπάρχει άμεση σχέση της διατροφής με το στρες σε παχύσαρκα πειραματόζωα. Πιο συγκεκριμένα οι ερευνητές υπέδειξαν ότι η πρόσληψη υψηλής ποσότητας κορεσμένου λίπους, και όχι η παχυσαρκία, ευθύνεται για την αύξηση των επιπέδων της κορτιζόλης, η οποία κατ’επέκταση προκαλεί αύξηση του ενδοκοιλιακού λίπους. Δεδομένου ότι το ενδοκοιλιακό λίπος είναι ένα σημαντικό αίτιο νοσηρότητας και θνησιμότητας, τα αποτελέσματα αυτά είναι εξαιρετικής σημασίας, αφού δίνουν νέα ώθηση στις συμβουλές που δίνονται στον πληθυσμό για μείωση τόσο του κορεσμένου λίπους στη διατροφή, όσο και για μείωση του καθημερινού στρες.

Οι διατροφικές συστάσεις που δίνονται από τους οργανισμούς υγείας όσον αφορά στο ολικό λίπος είναι οι θερμίδες του να μην ξεπερνούν το 30-35%, ενώ το κορεσμένο λίπος να μην ξεπερνά το 7% των συνολικών θερμίδων.
Η Ελληνική παραδοσιακή διατροφή θεωρείται ιδανική για την υγεία. Εντούτοις, οι Έλληνες ακολουθούν δίαιτα «δυτικού» τύπου που χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά λίπους. Οι διατροφικές επιλογές των Ελλήνων καθρεφτίζονται από τα δραματικά αυξημένα επίπεδα παχυσαρκίας, τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά. Επιπρόσθετα, οι περισσότεροι Έλληνες δηλώνουν ότι ζουν κάτω από συνθήκες έντονου στρες.

Η ανάγκη για σωστή ενημέρωση και πρόληψη της παχυσαρκίας και του στρες είναι επιτακτική και αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τη δημόσια υγεία.

 

Βιβλιογραφία

1. Kapantais E, Tzotzas T, Ioannidis I, Mortoglou A, Bakatselos S, Kaklamanou M, Lanaras L, Kaklamanos I., (2006). First national epidemiological survey on the prevalence of obesity and abdominal fat distribution in Greek adults. Ann Nutr Metab, Vol.50(4), pp. 330-338
2. Lean ME, Han TS, Seidell JC., (1998). Impairment of health and quality of life in people with large waist circumference. Lancet, Vol. 351(9106), pp. 853-6
3. Polonsky KS, Given BD, Van Cauter E., (1988). Twenty-four-hour profiles and pulsatile patterns of insulin secretion in normal and obese subjects. J Clin Invest. Vol.81(2), pp. 442-448
4. Epel ES, McEwen B, Seeman T, Matthews K, Castellazzo G, Brownell KD, Bell J, Ickovics JR., (2000). Stress and body shape: stress-induced cortisol secretion is consistently greater among women with central fat. Psychosom Med, Vol.62(5), pp. 623-632
5. Epel E, Lapidus R, McEwen B, Brownell K., (2001). Stress may add bite to appetite in women: a laboratory study of stress-induced cortisol and eating behavior. Psychoneuroendocrinology, Vol.26(1), pp. 37- 49
6. Legendre A, Papakonstantinou E, Roy MC, Richard D, Harris RB., (2007). Differences in response to corticotropin-releasing factor after short- and long-term consumption of a high-fat diet. Am J Physiol Regul Integr Comp Physiol, Vol. 293(3), pp. 76-85.

 

Πηγή: Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκία, ηλεκτρονικό περιοδικό, τεύχος 42 (Ιαν-Μαρτ 2016)